Λοιπόν μέχρι να το πάρω απόφαση και να γραφτώ στην τοπική δημοτική βιβλιοθήκη (γλυφάδας- πάντα άφραγκος..) διαβάζω από τα βρισκούμενα... και έχει πέσει στα χέρια μου ένα αφιέρωμα για τον Καζαντζάκη. Και όπως διαβάζω λέω.. Εδώ είμαστε! ... πάντα έτσι γινόταν όταν διάβαζα κάτι από τον δάσκαλο...
Να ένα τμήμα:
- (φίλος καζαντζάκη) Πώς άλλαξες, Μανάγη!, μου είπε χαμογελώντας. Όταν σε άκουγα προ ολίγου να συζητάς και να αρνιέσαι με αγανάχτηση τους παλιούς σου Θεούς – τη θρησκεία, την πατρίδα, την ιδιοχτησία, την ηθική, το δίκαιο, - όλα τα θεμέλια της σύγχρονης ζωής, συλλογιζόμουνα με αλαφρή περιφρόνηση το ομολογώ: Αλλάζει ο Μαναγης, ρέει δεν αποχτάει πρόσωπο, χάνεται!
Ό,τι χτες πίστεβε, σήμερα το αναλύνει, το περγελάει, ζητάει καινούργιο. Κ’ έτσι ακατάπαφτα . Θυμούμαι πόσες φορές ως τόρα σε είδα ν ‘ αλάζης! Σαν ήσουν έφηβος και πηγαίναμε μαζί στο Γυμνάσιο τι ρομαντική μελαγχολία που είχες, τι μίσος για την καθημερινή ζωή τι νοσταλγία αλόκοτη! Όλη σου ετούτη η φουσκοδεντριά ξέσπασε σε ασκητισμό και λίγο έλειψες να καλογερέψεις, θυμάσαι. Κ’ ύστερα δόθηκες στη μάθηση. Και πάλι την παράτησες και δόθηκες στην τέχνη. Μα πάλι ξεφέβγεις και τόρα σε νογώ να περιπλανιέσαι αγωνιώντας, σε νέα σύνορα. Ωσπότε?
Ό,τι χτες πίστεβε, σήμερα το αναλύνει, το περγελάει, ζητάει καινούργιο. Κ’ έτσι ακατάπαφτα . Θυμούμαι πόσες φορές ως τόρα σε είδα ν ‘ αλάζης! Σαν ήσουν έφηβος και πηγαίναμε μαζί στο Γυμνάσιο τι ρομαντική μελαγχολία που είχες, τι μίσος για την καθημερινή ζωή τι νοσταλγία αλόκοτη! Όλη σου ετούτη η φουσκοδεντριά ξέσπασε σε ασκητισμό και λίγο έλειψες να καλογερέψεις, θυμάσαι. Κ’ ύστερα δόθηκες στη μάθηση. Και πάλι την παράτησες και δόθηκες στην τέχνη. Μα πάλι ξεφέβγεις και τόρα σε νογώ να περιπλανιέσαι αγωνιώντας, σε νέα σύνορα. Ωσπότε?
---- (καζαντζάκης) Ως να γεράσω. Όσο να μια ζωντανός. Ωστότε θα ρέω, θ’ αρπάζω τον κόσμο γύρα μου, σα θροφή, και θα τον κάνω αίμα και σάρκα μου. Άμα γεράσω, δε θα μπορώ πια ν’ αφομοιώνω και θ’ αποχτήσω κ’ εγώ σταθερότητα και ακινησία – σαν και εσένα!
και ένα άλλο...
Στην Ελλάδα θαυμαστό είναι συχνά το ξύπνημα του νέου. Είναι γιομάτος δύναμη, επιθυμίες, πιθανότητες. Μα ξάφνου, στο γύρισμα των τριάντα χρόνων, αρχίζει και κουράζεται , ξεθυμαίνει, μάχεται να τοποθετηθεί, να ησυχάσει. Δεν αντέχει περσότερο. Είναι σαν τις κοπέλες που, ανύπαντρες παίζουν πιάνο, τραγουδούν, κάνουν ζωγραφική, εκδρομές, τα μάτια τους λάμπουν, είναι όλο ανησυχία και πνέμα. Κι εφτύς ως παντρεφτούν, ο θείος παλμός χαλαρόνεται, τα μάτια σβήνουνε, βαραίνε το κορμί – ησυχάζουν. Όλος ο καβγάς για το πάπλομα.
Comments